ῥύπας

ῥύπας
ῥύπᾱς , ῥυπάω
to be filthy
imperf ind act 2nd sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ρύπας — Α (κατά τον Ησύχ.) (στην Αρκαδία) «τοὺς Ἀχαιούς» …   Dictionary of Greek

  • εκχερσώνω — και εκχερσώ ( όω) (Μ ἐκχεσῶ) 1. κάνω τη χέρσα γη καλλιεργήσιμη, τήν απαλλάσω από πέτρες, θάμνους κ.λπ. 2. μτφ. («τὰς ἀκανθώδεις ῥύπας [τῆς ψυχῆς] ἐξεχέρσωσας», Γ. Πισίδ.) 3. μέσ. ξηραίνομαι («εξεχερσώθη ο κήπος», Πρόδρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”